προσποιητοί

προσποιητοί
προσποιητός
taken to oneself
masc nom/voc pl
προσποιητός
taken to oneself
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσποίητοι — προσποίητος taken to oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακκισμός — ο προσποιητοί τρόποι, νάζια, καμώματα: Μόλις ήρθε στη συντροφιά μας άρχισε τους ακκισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”